σηραγγώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σηραγγώδης < ελληνιστική κοινή σηραγγώδης < αρχαία ελληνική σῆραγξ
Επίθετο[επεξεργασία]
σηραγγώδης
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ενδοσηραγγώδης
- → δείτε τη λέξη σήραγγα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σηραγγώδης
|