σκαφτός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκαφτός η σκαφτή το σκαφτό
      γενική του σκαφτού της σκαφτής του σκαφτού
    αιτιατική τον σκαφτό τη σκαφτή το σκαφτό
     κλητική σκαφτέ σκαφτή σκαφτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκαφτοί οι σκαφτές τα σκαφτά
      γενική των σκαφτών των σκαφτών των σκαφτών
    αιτιατική τους σκαφτούς τις σκαφτές τα σκαφτά
     κλητική σκαφτοί σκαφτές σκαφτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκαφτός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

σκαφτός

  1. αυτός που έγινε με σκάψιμο
    στο γκολφ ο στόχος είναι βάλεις τη μπάλα σε μια σκαφτή τρύπα

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]