σκερτσόζικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκερτσόζικος η σκερτσόζικη το σκερτσόζικο
      γενική του σκερτσόζικου της σκερτσόζικης του σκερτσόζικου
    αιτιατική τον σκερτσόζικο τη σκερτσόζικη το σκερτσόζικο
     κλητική σκερτσόζικε σκερτσόζικη σκερτσόζικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκερτσόζικοι οι σκερτσόζικες τα σκερτσόζικα
      γενική των σκερτσόζικων των σκερτσόζικων των σκερτσόζικων
    αιτιατική τους σκερτσόζικους τις σκερτσόζικες τα σκερτσόζικα
     κλητική σκερτσόζικοι σκερτσόζικες σκερτσόζικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκερτσόζικος < σκερτσόζ(ος) + -ικος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sceɾˈt͡so.zi.kos/

Επίθετο[επεξεργασία]

σκερτσόζικος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]