σκιόφιλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκιόφιλος < σκι(ά) + -ο- + -φιλος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο[επεξεργασία]
σκιόφιλος
- (βοτανική) που ευδοκιμεί σε μέρος που έχει σκιά, που δεν έχει άμεσο ηλιακό φως
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκιόφιλος
|