σκολειαρόπαιδο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκολειαρόπαιδο τα σκολειαρόπαιδα
      γενική του σκολειαρόπαιδου των σκολειαρόπαιδων
    αιτιατική το σκολειαρόπαιδο τα σκολειαρόπαιδα
     κλητική σκολειαρόπαιδο σκολειαρόπαιδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκολειαρόπαιδο < σχολειαρόπαιδο < σχολείο + -ο- + παιδί + -ο

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sko.ʎaˈɾo.pe.ðo/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σκολειαρόπαιδο ουδέτερο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]