σκουπάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκουπάκι τα σκουπάκια
      γενική
    αιτιατική το σκουπάκι τα σκουπάκια
     κλητική σκουπάκι σκουπάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκουπάκι < σκούπ(α) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκουπάκι ουδέτερο

  • μικρή σκούπα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε σκούπα