σκουπόσπορος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκουπόσπορος < σκούπ(α) στη σημασία: το φυτό σκουπόχορτο + -ό- + σπόρος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /skuˈpo.spo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκου‐πό‐σπο‐ρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκουπόσπορος αρσενικό
- (βοτανική) ο σπόρος του σκουπόχορτου ή αλλιώς σκούπας
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκουπόσπορος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- σκουπόσπορος σελ.6587 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)