σλαβισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σλαβισμός αρσενικό
- (γλωσσολογία) ιδιωτισμός της σλαβικής γλώσσας
- οι Σλάβοι ως σύνολο
- κίνηση ανάδειξης της σλαβικής πολιτισμικής ή ιστορικής κληρονομιάς
Συγγενικά
[επεξεργασία]- πανσλαβισμός
- → δείτε τη λέξη Σλάβος