σμηγματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σμηγματικός < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /zmi.ɣma.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σμη‐γμα‐τι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
σμηγματικός, -ή , -ό
- που σχετίζεται με το σμήγμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σμηγματικός
|