σουλουπωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /su.lu.poˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σου‐λου‐πω‐μέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
σουλουπωμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος σουλουπώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σουλουπωμένος
|