σουλουπωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σουλουπωμένος η σουλουπωμένη το σουλουπωμένο
      γενική του σουλουπωμένου της σουλουπωμένης του σουλουπωμένου
    αιτιατική τον σουλουπωμένο τη σουλουπωμένη το σουλουπωμένο
     κλητική σουλουπωμένε σουλουπωμένη σουλουπωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σουλουπωμένοι οι σουλουπωμένες τα σουλουπωμένα
      γενική των σουλουπωμένων των σουλουπωμένων των σουλουπωμένων
    αιτιατική τους σουλουπωμένους τις σουλουπωμένες τα σουλουπωμένα
     κλητική σουλουπωμένοι σουλουπωμένες σουλουπωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /su.lu.poˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σου‐λου‐πω‐μέ‐νος

Μετοχή[επεξεργασία]

σουλουπωμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]