σπαθάρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπαθάρης < μεσαιωνική ελληνική σπαθάριος[1] < αρχαία ελληνική σπάθη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σπαθάρης αρσενικό
- (παρωχημένο) κάποιος που χειρίζεται επιδέξια το σπαθί
- (παρωχημένο) κατασκευαστής σπαθιών
- (παρωχημένο, μεταφορικά) θαρραλέος
- (παρωχημένο, μεταφορικά) ντόμπρος, έντιμος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σπαθάρης
|
- ↑ σπαθάριος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μανάβης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)