σπαραγμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kspa.ɾaˈɣme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπα‐ραγ‐μέ‐νος
- παλιότερος συλλαβισμός : σπα‐ρα‐γμέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
σπαραγμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος σπαράζω & σπαράσσω
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σπαραγμένος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- λήγουν σε -σπαραγμένος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)