σταφιδοπαραγωγικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σταφιδοπαραγωγικός < σταφιδοπαραγωγή / σταφιδοπαραγωγός + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
σταφιδοπαραγωγικός
- που έχει σχέση με την σταφιδοπαραγωγή ή τον σταφιδοπαραγωγό ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σταφιδοπαραγωγικός
|