στηθόλουρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στηθόλουρο τα στηθόλουρα
      γενική του στηθόλουρου των στηθόλουρων
    αιτιατική το στηθόλουρο τα στηθόλουρα
     κλητική στηθόλουρο στηθόλουρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Σκύλος με στηθόλουρο

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στηθόλουρο < στήθ(ος) + -ο- + λουρί + -ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στηθόλουρο ουδέτερο

  • λουρί για έλεγχο σκύλων, το οποίο πιάνει ολόκληρο το στήθος τους, σε αντίθεση με το περιλαίμιο που στερεώνεται περιμετρικά στο λαιμό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]