στηθόλουρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στηθόλουρο ουδέτερο
- λουρί για έλεγχο σκύλων, το οποίο πιάνει ολόκληρο το στήθος τους, σε αντίθεση με το περιλαίμιο που στερεώνεται περιμετρικά στο λαιμό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στηθόλουρο