στραβοκέφαλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
στραβοκέφαλος, -η, -ο
- (οικείο) που τον χαρακτηρίζει ισχυρογνωμοσύνη, πεισματοσύνη και αδιαλλαξία
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- στραβοκεφαλιά
- → δείτε τις λέξεις στραβός και κεφάλι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στραβοκέφαλος
|