στραγγαλιστήρας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στραγγαλιστήρας οι στραγγαλιστήρες
      γενική του στραγγαλιστήρα των στραγγαλιστήρων
    αιτιατική τον στραγγαλιστήρα τους στραγγαλιστήρες
     κλητική στραγγαλιστήρα στραγγαλιστήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στραγγαλιστήρας < στραγγαλίζω + -τήρας ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική étrangloir[1])

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στραγγαλιστήρας αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]