στριφτόπιτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στριφτόπιτα < στριφτ(ός) + -ό- + πίτα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στριφτόπιτα θηλυκό
- (γαστρονομία) είδος πίτας στην οποία βάζουμε γέμιση σε κομμάτια φύλλου πάχους ενός δαχτύλου, στη συνέχεια το διπλώνουμε και το κουλουριάζουμε όπως κουλουριάζονται τα φίδια όταν θέλουν να ξεκουραστούν
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στριφτόπιτα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πέστροφα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με συνθετικό 'πίτα' (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)