στωικότερος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: στωϊκώτερος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός
με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στωικότερος η στωικότερη το στωικότερο
      γενική του στωικότερου της στωικότερης του στωικότερου
    αιτιατική τον στωικότερο τη στωικότερη το στωικότερο
     κλητική στωικότερε στωικότερη στωικότερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στωικότεροι οι στωικότερες τα στωικότερα
      γενική των στωικότερων των στωικότερων των στωικότερων
    αιτιατική τους στωικότερους τις στωικότερες τα στωικότερα
     κλητική στωικότεροι στωικότερες στωικότερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στωικότερος > στωικ-ότερος, συγκριτικός βαθμός του στωικός

Επίθετο[επεξεργασία]

στωικότερος, -η, -ο

Παράγωγα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]