συγχέων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | συγχέων | η | συγχέουσα | το | συγχέον |
γενική | του | συγχέοντος | της | συγχέουσας & συγχεούσης* |
του | συγχέοντος |
αιτιατική | τον | συγχέοντα | τη | συγχέουσα | το | συγχέον |
κλητική | συγχέων | συγχέουσα | συγχέον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | συγχέοντες | οι | συγχέουσες | τα | συγχέοντα |
γενική | των | συγχεόντων | των | συγχεουσών | των | συγχεόντων |
αιτιατική | τους | συγχέοντες | τις | συγχέουσες | τα | συγχέοντα |
κλητική | συγχέοντες | συγχέουσες | συγχέοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συγχέων < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος συγχέω
Μετοχή[επεξεργασία]
συγχέων
- (λόγιο) που προκαλεί και είναι η αιτία σύγχυσης