συμβιβαστικότης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συμβιβαστικότης αἱ συμβιβαστικότητες
      γενική τῆς συμβιβαστικότητος τῶν συμβιβαστικοτήτων
      δοτική τῇ συμβιβαστικότητι ταῖς συμβιβαστικότησι(ν)
    αιτιατική τὴν συμβιβαστικότητα τὰς συμβιβαστικότητᾰς
     κλητική ! συμβιβαστικότης συμβιβαστικότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συμβιβαστικότης (μαρτυρείται από το 1861) [1] < συμβιβαστικ(ός) + -ότης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συμβιβαστικότης, -ητος θηλυκό

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σελ. 944, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου