συνταξιοδότηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνταξιοδότηση οι συνταξιοδοτήσεις
      γενική της συνταξιοδότησης* των συνταξιοδοτήσεων
    αιτιατική τη συνταξιοδότηση τις συνταξιοδοτήσεις
     κλητική συνταξιοδότηση συνταξιοδοτήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνταξιοδοτήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνταξιοδότηση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συνταξιοδότηση θηλυκό


Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]