σφιχτοχέρης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σφιχτοχέρης η σφιχτοχέρα το σφιχτοχέρικο
      γενική του σφιχτοχέρη της σφιχτοχέρας του σφιχτοχέρικου
    αιτιατική τον σφιχτοχέρη τη σφιχτοχέρα το σφιχτοχέρικο
     κλητική σφιχτοχέρη σφιχτοχέρα σφιχτοχέρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σφιχτοχέρηδες οι σφιχτοχέρες τα σφιχτοχέρικα
      γενική των σφιχτοχέρηδων των σφιχτοχέρικων
    αιτιατική τους σφιχτοχέρηδες τις σφιχτοχέρες τα σφιχτοχέρικα
     κλητική σφιχτοχέρηδες σφιχτοχέρες σφιχτοχέρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σφιχτοχέρης < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

σφιχτοχέρης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]