σφραγιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σφραγιστικός < σφραγίζω + -τικός < αρχαία ελληνική σφραγίζω < σφραγίς
Επίθετο[επεξεργασία]
σφραγιστικός, -ή, -ό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σφραγίδα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σφραγιστικός
|