σύμφασις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | σύμφασῐς | αἱ | συμφάσεις |
γενική | τῆς | συμφάσεως | τῶν | συμφάσεων |
δοτική | τῇ | συμφάσει | ταῖς | συμφάσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | σύμφασῐν | τὰς | συμφάσεις |
κλητική ὦ! | σύμφασῐ | συμφάσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συμφάσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | συμφασέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σύμφασις < Μορφολογικά αναλύεται σε σύμ- + φάσις· ή < συμφαίνομαι (αλλά μαρτυρείται ως ελληνιστικό)[1], συμφα- + -σις → δείτε και τη λέξη συμφανής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σύμφασις, -εως θηλυκό
- (αστρονομία) η ταυτόχρονη εμφάνιση (όπως για πλανήτες, κομήτες), η σύμφαση
Συγγενικά[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σύμφαση - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές[επεξεργασία]
- σύμφασις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σύμφασις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δύναμις' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμις' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμις' θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα σύμ- (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -σις (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αστρονομία (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)