ταζέτικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /taˈze.ti.kos/
Επίθετο[επεξεργασία]
ταζέτικος αρσενικό
- (παρωχημένο) άλλη μορφή του ταζέδικος
Δείτε επίσης : ταζέδικος |
ταζέτικος αρσενικό