ταχυγραφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ταχυγραφικός < ταχυγράφος / ταχυγραφία + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
ταχυγραφικός
- που έχει σχέση με τον ταχυγράφο ή την ταχυγραφία ή αναφέρεται σ’ αυτά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ταχυγραφικός