τζαμάρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τζαμάρα οι τζαμάρες
      γενική της τζαμάρας
    αιτιατική την τζαμάρα τις τζαμάρες
     κλητική τζαμάρα τζαμάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τζαμάρα < τζάμι + μεγεθυντικό επίθημα -άρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τζαμάρα θηλυκό

  1. (μουσικό όργανο) ξύλινο πνευστό μουσικό όργανο με ανοιχτό επιστόμιο (ίδιο επιστόμιο με τη φλογέρα) αλλά μεγαλύτερο από τη φλογέρα σε μήκος
  2. μεγάλο τζάμι / μεγάλα γυαλιά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]