τηλεβόας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Τηλεβόας

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τηλεβόας οι τηλεβόες
      γενική του τηλεβόα των τηλεβόων
    αιτιατική τον τηλεβόα τους τηλεβόες
     κλητική τηλεβόα τηλεβόες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τηλεβόας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Tηλεβόας (κύριο όνομα, που η φωνή του φτάνει μακριά) < τηλε- + -βόας < βοάω, βοῶ[1][2]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ti.leˈvo.as/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τη‐λε‐βό‐ας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τηλεβόας αρσενικό

  • όργανο σε σχήμα χωνιού, το οποίο αυξάνει την ένταση της φωνής του ατόμου που το χρησιμοποιεί, βοηθώντας σε ανακοινώσεις και αναγγελίες σε μεγάλο αριθμό ατόμων

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. τηλεβόας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τηλεβόας < Τηλεβόας < τηλε- + -βόας < βοάω, βοῶ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τηλεβόας αρσενικό

  • άτομο που φωνάζει δυνατά ή γενικότερα ακούγεται από μακρυά

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]