τηλεργασιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τηλεργασιακός < τηλεργασία + -ακός
Επίθετο[επεξεργασία]
τηλεργασιακός
- (νεολογισμός) που έχει σχέση με την τηλεργασία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τηλεργασιακός
|