τοιχογραφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τοιχογραφικός < τοιχογραφία / τοιχογράφος + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
τοιχογραφικός
- που έχει σχέση με τοιχογραφία ή τοιχογράφο ή αναφέρεται σ’ αυτά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τοιχογραφικός
|