τοιχοτάπητας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τοιχοτάπητας < τοίχος + -ο- + τάπητας ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική tapisserie)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τοιχοτάπητας αρσενικό
- η ταπισερί
- ※ Όπως σημείωσε ο Πρόεδρος της Βουλής, είναι η πρώτη φορά από τότε που κατασκευάστηκε, το 1775, από το περίφημο εργοστάσιο Γκομπλέν στο Παρίσι, που ο συγκεκριμένος τοιχοτάπητας φεύγει από τη Γαλλία, αλλά «επιστρέφει στην Αθήνα, στην πόλη τη Σχολή της οποίας με τόση καλλιτεχνική έμφαση αποδίδει». (*)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τοιχοτάπητας
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλακας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)