τουβλάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τουβλάκι | τα | τουβλάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | τουβλάκι | τα | τουβλάκια |
κλητική | τουβλάκι | τουβλάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τουβλάκι, υποκοριστικό του τούβλο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τουβλάκι ουδέτερο