τραγῳδός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: τραγωδός

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τραγῳδός οἱ τραγῳδοί
      γενική τοῦ τραγῳδοῦ τῶν τραγῳδῶν
      δοτική τῷ τραγῳδ τοῖς τραγῳδοῖς
    αιτιατική τὸν τραγῳδόν τοὺς τραγῳδούς
     κλητική ! τραγῳδέ τραγῳδοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τραγῳδώ
γεν-δοτ τοῖν  τραγῳδοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τραγῳδός < τράγος + -ο- + ᾠδή + -ός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τρᾰγῳδός αρσενικό

  1. (θέατρο) τραγικός ποιητής, τραγωδός
  2. (θέατρο) τραγικός ηθοποιός, τραγωδός
  3. (θέατρο) μέλος τραγικού χορού

Πηγές[επεξεργασία]