τρισκατάρατος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
τρισκατάρατος, -η, -ο
- που είναι πάρα πολύ μισητός, πολύ καταραμένος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τρισκατάρατος αρσενικό
- ο διάβολος