τροπαράκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τροπαράκι | τα | τροπαράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | τροπαράκι | τα | τροπαράκια |
κλητική | τροπαράκι | τροπαράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τροπαράκι < τροπάριο + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τροπαράκι ουδέτερο
- (οικείο) υποκοριστικό του τροπάριο
- Τέλος ὁ γερο-Κονόμος λέγει εἰς τὸν Νταραδῆμον: ― Θὰ μᾶς πῇς τώρα καὶ κανένα τροπαράκι γιὰ τὴν καλὴ χρονιά; Μὴν ἐξέχασαν κανένα οἱ ψάλτηδες καὶ δὲν τὸ εἶπαν; ― Ἀληθινά, εἶπεν ὁ Νταραδῆμος, ἀπαράτησαν ἕνα μεγαλυνάριο, δὲν ξέρω πῶς τοὺς ἦρθε. «Μεγάλυνον, ψυχή μου, τὴν ἁγνὴν Παρθένον, τὴν γεννησαμένην Χριστὸν τὸν Βασιλέα». Μυστήριον ξένον… (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ἡ Ντελησυφέρω, 1904)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τροπαράκι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -άκι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)