τσέρκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσέρκι τα τσέρκια
      γενική του τσερκιού των τσερκιών
    αιτιατική το τσέρκι τα τσέρκια
     κλητική τσέρκι τσέρκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

τσέρκι < (άμεσο δάνειο) ιταλική cerchi (πληθυντικός του αρσενικού cerchio, που θεωρήθηκε ουδέτερο στον ενικό)
Μεταλλικά τσέρκια στηρίζουν τα ξύλα του βαρελιού.
Το μεταλλικό τσέρκι συγκρατεί περιμετρικά το γλυκό που θα ψηθεί.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /t͡seɾˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσέρ‐κι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τσέρκι ουδέτερο (λαϊκότροπο)

  1. μεταλλικό στεφάνι που συγκρατεί τα ξύλα των βαρελιών
  2. βιομηχανοποιημένος ημίσκληρος πλαστικός ιμάντας που χρησιμοποιείται για δέσιμο και σφίγγεται με μηχάνημα
  3. (παλιό παιχνίδι) μεταλλικό ή ξύλινο στεφάνι· τα παιδιά έκαναν αγώνα ποιο θα κυλήσει ταχύτερα το στεφάνι, ωθώντας το είτε με τα χέρια, είτε με ένα ξύλο.
    ※  Κύλαγε το τσέρκι στην οδό Φυλής […] (στίχος από το τραγούδι του Λευτέρη Παπαδόπουλου Γέλαγε η Μαρία)
    ※  Επειδή σ' αγαπώ, ξαναβγαίνω με τσέρκι στους δρόμους […] (στίχος από το τραγούδι του Λευτέρη Παπαδόπουλου Επειδή σ'αγαπώ)
  4. (κουζινικά) φόρμα ζαχαροπλαστικής που συγκρατεί περιμετρικά το γλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

τσέρκι : προέλευσης από την οθωμανική τουρκική

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τσέρκι ουδέτερο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]