τσίπης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Τσίπης

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τσίπης οι τσίπηδες
      γενική του τσίπη των τσίπηδων
    αιτιατική τον τσίπη τους τσίπηδες
     κλητική τσίπη τσίπηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσίπης < άμεσο δάνειο από την αγγλική cheap + -ης, ή cheapie +

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈt͡si.pis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσί‐πης
ομόηχο: Τσίπης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τσίπης αρσενικό (θηλυκό τσίπισσα)

Παράγωγα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]