τσιγκογραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τσιγκογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική zincographie[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική zincography[1] [2] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: ιταλική zincografia[2] < γερμανική Zink < πρωτογερμανική *tindaz + αρχαία ελληνική γράφω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τσιγκογραφία θηλυκό
- (παρωχημένο, τυπογραφία) λιθογραφική διαδικασία εκτύπωσης που χρησιμοποιεί πλάκες ψευδαργύρου, πάνω στις οποίες σχεδιάζεται ή χαράσσεται η εικόνα, η οποία στη συνέχεια υγραίνεται και καλύπτεται με μελάνι, έτσι ώστε να μεταφερθεί σε χαρτί
- (παρωχημένο, τυπογραφία, κατ’ επέκταση) η εικόνα που έχει δημιουργηθεί μ’ αυτή την τεχνική
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- τσιγκογραφείο
- τσιγκογράφος
- → δείτε τις λέξεις τσίγκος και γράφω
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Zincography στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τσιγκογραφία
- ↑ 1,0 1,1 τσιγκογραφία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ 2,0 2,1 τσιγκογραφία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Τυπογραφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)