τσικρίκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσικρίκι τα τσικρίκια
      γενική του τσικρικιού των τσικρικιών
    αιτιατική το τσικρίκι τα τσικρίκια
     κλητική τσικρίκι τσικρίκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τσικρίκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική çıkrık + < περσική چرخک (charkhak, τροχαλία)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τσικρίκι ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]