τυφλόμυγα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τυφλόμυγα οι τυφλόμυγες
      γενική της τυφλόμυγας
    αιτιατική την τυφλόμυγα τις τυφλόμυγες
     κλητική τυφλόμυγα τυφλόμυγες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τυφλόμυγα < τυφλ(ός) + -ό- + μύγα, πιθανόν μεταφραστικό δάνειο από την ιταλική mosca cieca[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /tiˈflo.mi.ɣa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τυ‐φλό‐μυ‐γα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τυφλόμυγα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]