υδρονομικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
υδρονομικός
- σχετικός με την υδρονομή, τη διανομή του νερού
- Καταργούνται αι υπηρεσίαι υδρεύσεως του Δήμου Θεσσαλονίκης και των Κοινοτήτων των υπαγομένων εις την τέως Δημοτικήν περιφέρειαν Θεσ/νίκης αφ’ ης αναληφθή η διοίκησις και διαχείρισις των πηγών, υδραγωγείων και υδρονομικών δικτύων, υπό του Ταμείου και άρξηται η λειτουργία αυτού. (Άρθρ.7.1 του Αναγκαστικού Νόμου 1563/1939, ΦΕΚ Α΄15)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υδρονομικός
|