υπαινιγμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπαινιγμένος η υπαινιγμένη το υπαινιγμένο
      γενική του υπαινιγμένου της υπαινιγμένης του υπαινιγμένου
    αιτιατική τον υπαινιγμένο την υπαινιγμένη το υπαινιγμένο
     κλητική υπαινιγμένε υπαινιγμένη υπαινιγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπαινιγμένοι οι υπαινιγμένες τα υπαινιγμένα
      γενική των υπαινιγμένων των υπαινιγμένων των υπαινιγμένων
    αιτιατική τους υπαινιγμένους τις υπαινιγμένες τα υπαινιγμένα
     κλητική υπαινιγμένοι υπαινιγμένες υπαινιγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπαινιγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υπαινίσσομαι

Μετοχή[επεξεργασία]

υπαινιγμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]