υπαινιγμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπαινιγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υπαινίσσομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
υπαινιγμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη υπαινίσσομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπαινιγμένος
|