υπεδάφιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
υπεδάφιος, -ια, -ιο
- που έχει σχέση με το υπέδαφος, αναφέρεται σ’ αυτό ή βρίσκεται σ’ αυτό
- Η αφαίρεση των χωμάτων αποκάλυψε ότι η υπεδάφια δομή που απεικονίστηκε με τις ηλεκτρικές τομογραφίες ήταν φακός άμμου, δηλαδή φυσικός σχηματισμός. (*)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπεδάφιος