υπεξαιρέτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υπεξαιρέτης οι υπεξαιρέτες
      γενική του υπεξαιρέτη των υπεξαιρετών
    αιτιατική τον υπεξαιρέτη τους υπεξαιρέτες
     κλητική υπεξαιρέτη υπεξαιρέτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπεξαιρέτης, (μαρτυρείται από το 1840) (καθαρεύουσα) ὑπεξαιρέτης < αρχαία ελληνική ὑπεξαιρέω (υπεξαιρώ) [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.pe.kseˈɾe.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πε‐ξαι‐ρέ‐της

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υπεξαιρέτης αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. «υπεξαιρώ (& υπεξαιρέτης)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)