υπερδεσμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπερδεσμός < υπερ- + δεσμός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική hyperlink
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.peɾ.ðeˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐περ‐δε‐σμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπερδεσμός αρσενικό
- (νεολογισμός, πληροφορική) άλλη μορφή του υπερσύνδεσμος
- ※ Το μέσον με συνεπήρε, κυριολεκτικά: με οδήγησε σε δικούς του δρόμους, με έβαλε να γράψω διαφορετικά, να γευτώ τις ηδονές των υπερδεσμών και της υπερκειμενικής γραφής, να παίξω με μουσικές και βίντεο που μεταμόρφωναν πρωτόγνωρα τις λέξεις. (Νίκος Γ. Ξυδάκης, Ένα Βλέμμα, Η Καθημερινή, 15 Απριλίου 2007)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπερδεσμός
→ δείτε τη λέξη υπερσύνδεσμος |
Πηγές[επεξεργασία]
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα υπερ- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)