υπερσαχάριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπερσαχάριος < υπερ- + σαχάριος < Σαχάρα < αραβική صحارى (ṣaḥārā), πληθυντικός αριθμός του صحراء (ṣaḥrā: έρημος) < ρίζα ص ح ر (ṣ-ḥ-r)
Επίθετο[επεξεργασία]
υπερσαχάριος, -α, -ο
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη Σαχάρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπερσαχάριος