υπερφουσκωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπερφουσκωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος υπερφουσκώνω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.peɾ.fu.skoˈme.nos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /i.peɾ.fu.skoˈme.ni/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /i.peɾ.fu.skoˈme.no/ ουδέτερο
Μετοχή[επεξεργασία]
υπερφουσκωμένος , -η , -ο
- που τον έχουν φουσκώσει σε πολύ μεγάλο βαθμό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπερφουσκωμένος
|