υπνωτιστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπνωτιστικός η υπνωτιστική το υπνωτιστικό
      γενική του υπνωτιστικού της υπνωτιστικής του υπνωτιστικού
    αιτιατική τον υπνωτιστικό την υπνωτιστική το υπνωτιστικό
     κλητική υπνωτιστικέ υπνωτιστική υπνωτιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπνωτιστικοί οι υπνωτιστικές τα υπνωτιστικά
      γενική των υπνωτιστικών των υπνωτιστικών των υπνωτιστικών
    αιτιατική τους υπνωτιστικούς τις υπνωτιστικές τα υπνωτιστικά
     κλητική υπνωτιστικοί υπνωτιστικές υπνωτιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπνωτιστικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

υπνωτιστικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]