υποχρεωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υποχρεωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος υποχρεώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
υποχρεωμένος
- δεσμευμένος με νομικό δεσμό
- οι γονείς είναι υποχρεωμένοι να υποστηρίζουν οικονομικά τα παιδιά τους
- δεσμευμένος με ηθικά δεσμά
- είμαι υποχρεωμένος σ' αυτόν, έχει κάνει τόσα πράγματα για μένα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υποχρεωμένος
|