υπόκαυστο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | υπόκαυστο | τα | υπόκαυστα |
γενική | του | υπόκαυστου & υποκαύστου |
των | υπόκαυστων & υποκαύστων |
αιτιατική | το | υπόκαυστο | τα | υπόκαυστα |
κλητική | υπόκαυστο | υπόκαυστα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπόκαυστο < υπόκαυστος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπόκαυστο ουδέτερο
- (αρχαιολογία) υπόγεια αίθουσα, στην οποία άναβαν φωτιά, προκειμένου να θερμανθεί νερό, που μεταφερόταν με αγωγούς σε λουτρά ή δωμάτια των επάνω ορόφων
Συγγενικά[επεξεργασία]
- υπόκαυστος
- → δείτε τις λέξεις υπό και καίω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπόκαυστο